- τροχιαμβικός
- -ή, -όν, Α(μετρ.) αυτός που αποτελείται από έναν τροχαίο και έναν ίαμβο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχ-αῖος + ἴαμβος + κατάλ. -ικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροχιαμβικήν — τροχιαμβικός consisting of trochee and iambus fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιαμβικῷ — τροχιαμβικός consisting of trochee and iambus masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)